- ἀστασίαστος
- ἀστασίαστοςnot torn by factionmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστασίαστος — η, ο (AM ἀστασίαστος, ον) 1. αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο ειρηνικός 2. εκείνος που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις νεοελλ. όποιος γίνεται δεκτός χωρίς διαφωνίες των ειδικών («ερμηνεία αστασίαστη») αρχ. ο νομοταγής … Dictionary of Greek
αστασίαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε στασίασε, ο νομιμόφρονας: Η δημοκρατία βοηθά τους πολίτες να μένουν αστασίαστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστασιαστότερον — ἀστασίαστος not torn by faction adverbial comp ἀστασίαστος not torn by faction masc acc comp sg ἀστασίαστος not torn by faction neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασιαστότατα — ἀστασίαστος not torn by faction adverbial superl ἀστασίαστος not torn by faction neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασιάστως — ἀστασίαστος not torn by faction adverbial ἀστασίαστος not torn by faction masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασίαστον — ἀστασίαστος not torn by faction masc/fem acc sg ἀστασίαστος not torn by faction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασιαστοτάτην — ἀστασίαστος not torn by faction fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασιαστοτάτῃ — ἀστασίαστος not torn by faction fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασιαστότεραι — ἀστασίαστος not torn by faction fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστασιάστοις — ἀστασίαστος not torn by faction masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)